μίνιμουμ

μίνιμουμ
το
το ελάχιστο δυνατό όριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. minimum ουδ. τού minimus, υπερθετ. τού parvus «μικρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μίνιμουμ — το άκλ. (λ. λατ.), το κατώτατο όριο, ο πιο μικρός βαθμός: Η φετινή παραγωγή δεν έφτασε ούτε το μίνιμουμ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάξιμουμ — το άκλ. (λ. λατ.), το ανώτατο, αυτό που αγγίζει το μέγιστο όριο (αντίθ. μίνιμουμ, το) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”